τράγων

τράγων
τράγος
he-goat
masc gen pl
τράγω
pres part act masc nom sg
τραγάω
to be over-luxuriant
imperf ind act 3rd pl (homeric ionic)
τραγάω
to be over-luxuriant
imperf ind act 1st sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τραγών — τρώγω gnaw aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τράγων — Τράγος he goat masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυρήβασις — και κυρηβασία, ἡ (Α) [κυρηβάζω] χτύπημα με τα κέρατα (α. «κυρηβασία λέγεται ἡ διὰ τῶν κεράτων μάχη, ἥπερ ἐν τοῑς ἀλόγοις ζῴοις γίνεται ἢ ἡ πλῆξις τῶν τράγων», λεξ. Σούδα β. «κυρηβάσεις γὰρ λέγονται αἱ πλήξεις τῶν τράγων καὶ γὰρ ἐκεῑνοι ταῑς… …   Dictionary of Greek

  • Pantelis Voulgaris — (griechisch Παντελής Βούλγαρης); * 2. Oktober 1940 in Athen ist ein griechischer Filmregisseur. Neben Theo Angelopoulos ist er der bekannteste Vertreter des neuen griechischen Kinos. An der Athener Filmhochschule hat er Regie studiert.… …   Deutsch Wikipedia

  • Pantelis Voulgaris — Saltar a navegación, búsqueda Pantelis Voulgaris (en griego: Παντελής Βούλγαρης) es un director de cine griego nacido el 2 de octubre de 1940 en Atenas, que ha trabajado en más de cuarenta películas. Contenido 1 Carrera cinematográfica 2… …   Wikipedia Español

  • κινάβρα — η (Α κινάβρα) 1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα 2. (για πρόσ.) η μυρωδιά τού ιδρώτα αρχ. 1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῡν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῡ τήν κινάβραν», Λουκιαν.) 2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία β) τα περιττώματα γ) το πυκνό …   Dictionary of Greek

  • κυπρί — Οικισμός (υψόμ. 10 μ., 20 κάτ.) της Άνδρου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Υδρούσας του νομού Κυκλάδων. * * * το, και κύπρος, ο μικρό χάλκινο κουδούνι που κρεμιέται στον λαιμό τών κατσικιών και τών τράγων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κύπρος < Κύπρος ο τ.… …   Dictionary of Greek

  • τραγοκουρικός — ή, όν, Α (για μαχαίρι) κατάλληλος ή χρήσιμος για το κούρεμα τράγων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + κουρικός (< κουρά «κούρεμα»)] …   Dictionary of Greek

  • βραχογραφία — Σε διάφορες προϊστορικές εποχές, αρχίζοντας από την ανώτερη παλαιολιθική, οι πρωτόγονοι άνθρωποι συνήθιζαν να χαράζουν ή να ζωγραφίζουν παραστάσεις στα βραχώδη τοιχώματα των σπηλαίων και των φυσικών καταφυγίων ή επάνω σε περίβλεπτους υπαίθριους… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”